Άσμα Ασμάτων 5:2-11

ΕΚΕΙΝΗ:

2 Εγώ κοιμόμουν, μα ξαγρύπνα μου η καρδιά. Άκου, χτυπάει ο αγαπημένος μου και λέει:

ΕΚΕΙΝΟΣ:

«Καλή μου, άνοιξέ μου, κι αδερφή μου, περιστεράκι μου και λατρευτή μου, γιατί η δροσιά σκέπασε το κεφάλι μου κι οι βραδινές σταλαγματιές νοτίσαν τα μαλλιά μου».

ΕΚΕΙΝΗ:

3 «Έβγαλα το χιτώνα μου· τώρα ξανά πρέπει να τον φορέσω. Τα πόδια μου τα έπλυνα· τώρα ξανά πρέπει να λερωθούν».

4 Άπλωσε ο αγαπημένος μου το χέρι του μέσ’ απ’ της θύρας μου τη χαραμάδα κι αναταράχτηκαν τα σπλάχνα μου γι’ αυτόν. 5 Σηκώθηκα ν’ ανοίξω στον καλό μου και σμύρνα στάλαζε απ’ τα χέρια μου, κι από τα δάχτυλά μου σμύρνα ρέουσα στης κλειδωνιάς απάνω τη λαβή.

6 Άνοιξα στον αγαπημένο μου, μα ο καλός μου είχε φύγει. Λαχτάρησα ν’ ακούσω τη λαλιά του. Τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα. Του φώναξα κι αυτός δε μ’ αποκρίθηκε.

...

8 Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ, σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος, αν τον καλό μου βρείτε, να του πείτε ότι πεθαίνω απ’ της αγάπης την πληγή.

ΧΟΡΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝ:

9 Τι έχει τάχα ο καλός σου πιότερο από έναν άλλο αγαπημένο, εσύ, μες στις γυναίκες η ομορφότερη; Τι έχει τάχα ο καλός σου πιότερο από έναν άλλο αγαπημένο, ώστε να μας ξορκίζεις με τον τρόπο αυτό;

ΕΚΕΙΝΗ:

10 Ο αγαπημένος μου είναι άσπρος κι είναι ρόδινος και ξεχωρίζει μέσα σε μυριάδες. 11 Η κεφαλή του είναι καθάριο μάλαμα και τα μαλλιά του χουρμαδιάς κλαδιά, μαύρα σαν το κοράκι.